Πωπ

Πωπ
Επώνυμο πατριωτών και αγωνιστών. 1. Αλέξανδρος. Γεννήθηκε στη Βενετία. Yπήρξε από τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Με την ιδιότητα αυτή στάλθηκε στην Ήπειρο και στα Επτάνησα για να μυήσει νέα στελέχη. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, ο Π. πήρε εντολή από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να αναχωρήσει για τη Μολδαβία, όπου έπεσε πολεμώντας με τον Ιερό Λόχο. 2. Αριστείδης (1782 – 1820). Αδελφός του προηγούμενου. Γεννήθηκε στη Βενετία, όπου σπούδασε και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και αναδείχτηκε σε ένα από τα πλέον δραστήρια μέλη της. Η Εταιρεία ανάθεσε στον Π. τη μύηση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Για τον σκοπό αυτό, ο Π. πήγε στη Σμύρνη και έπειτα στις Κυδωνίες, όπου μύησε πολλούς Έλληνες και ίδρυσε εκεί μεγάλη βιβλιοθήκη, που στεγαζόταν στο ελληνικό λύκειο. Τον πρόδωσαν όμως για την εθνική του δραστηριότητα στις τουρκικές αρχές και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μακεδονία. Από εκεί, ξεκίνησε, για το Βουκουρέστι. Οι Τούρκοι όμως τον καταδίωξαν και αυτοκτόνησε πέφτοντας μέσα σε μια χαράδρα, για να μην βρουν οι διώκτες του τα εμπιστευτικά έγγραφα που είχε μαζί του. 3. Ιωάννης (1690 – 1775). Το μεγαλύτερο μέρος του βίου του το έζησε στο Βουκουρέστι. Διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για την απελευθέρωση του γένους. 4. Κωνσταντίνος. Γιος του προηγούμενου. Εγκαταστημένος στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ρωσία και μετά στη Βενετία. Προσέφερε μεγάλα ποσά για την αφύπνιση του Γένους, χρηματοδοτώντας την έκδοση επιστημονικών ελληνικών βιβλίων για τη μόρφωση των νέων. Από τις εκδόσεις αυτές ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η Φυσική δημώδης προς παύσιν της δεισιδαιμονίας, μετάφραση στα ελληνικά ξένου έργου από τον Σπυρίδωνα Βλαντή (Βενετία 1810). Ο Κ.Π. πέθανε στη Βενετία το 1820.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πωπ, Γεώργιος — (1872 – 1946). Έλληνας λόγιος, δημοσιογράφος και νομικός από τη Σάμο. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως συνεργάτης εφημερίδων της Αθήνας και διετέλεσε αρχισυντάκτης της Ακρόπολης και των Καιρών. Το 1901 ίδρυσε την εφημερίδα Αθήναι, η …   Dictionary of Greek

  • Πωπ, Ζηνόβιος — (1778 – 1854). Έλληνας αρχαιολόγος και λόγιος που γεννήθηκε και πέθανε στη Βενετία. Έγραψε πολλά συγγράμματα, αλλά ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο είναι το δίτομο και πολυσέλιδο Περί μετρικής και αρχαίας ελληνικής ποιήσεως (Βενετία 1803) …   Dictionary of Greek

  • Honor society — In the United States, an honor society is an organization of rank, the induction into which recognizes excellence among one s peers. There are numerous societies recognizing various fields and circumstances; the Order of the Arrow, for example,… …   Wikipedia

  • Sociedad de honor — Las sociedades de Honor . Ilustración de la Tyee 1909 (Anuario de la Universidad de Washington). En los Estados Unidos, una sociedad de honor es una organización profesional, el ingreso en la cual reconoce la excelencia de la persona entre sus… …   Wikipedia Español

  • απογοήτευση — η 1. αποθάρρυνση, μελαγχολία 2. διάψευση ελπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < απογοητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Κ. Πωπ, ως απόδοση του γαλλ. desenchantement] …   Dictionary of Greek

  • αστυκτηνιατρικός — ή, ό ο σχετικός με την Αστυκτηνιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστυκτηνίατρος. Ο τ. αστυκτηνιατρικός μαρτυρείται από το 1898 από τον Πωπ στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ενετοκρατία — η η περίοδος τής κυριαρχίας τών Ενετών στην Ελλάδα και στο Βυζάντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ενετός + κρατία < κράτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κωνστ. Πώπ.] …   Dictionary of Greek

  • επιφυλλίδα — Αυτοτελές άρθρο που δημοσιεύεται στο κάτω μέρος εφημερίδας και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή. Την ε. εγκαινίασε η γαλλική Εφημερίδα των Συζητήσεων, στα χρόνια της υπατείας του Ναπολέοντα. Το 1842, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε… …   Dictionary of Greek

  • ηδύφωτος — η, ο αυτός που εκπέμπει γλυκό φως, που φωτίζει γλυκά, ο γλυκόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φωτός (< φως), πρβλ. αστερό φωτος, πάμ φωτος. Η λ. μαρτυρείται στον Κωνστ. Πωπ] …   Dictionary of Greek

  • πικ-νικ — το, Ν άκλ. γεύμα στην εξοχή με φαγητά που έχουν φέρει οι εκδρομείς έτοιμα από το σπίτι τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pique nique (< piquer «κεντώ» + nique «άχρηστο πράγμα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 σε κωμειδύλλιο τών Ν. Λάσκαρη και Γ. Πωπ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”